κλαδώδιο

κλαδώδιο
το
βοτ. εξειδικευμένος πεπλατυσμένος βλαστός, σε ορισμένα φυτά, ο οποίος έχει μεταμορφωθεί σε αφομοιωτικό όργανο, δηλ. μοιάζει με φύλλο και εκτελεί λειτουργία φύλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cladode < clad- (πρβλ. κλάδος [Ι]) + -οd- (πρβλ. -ώδης) + -e (< λατ. -ium), που στην ελλ. αποδίδεται με την -ιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλαδώδιο ή φυλλοκλάδιο — Βλαστός με τη μορφή φύλλου, δηλαδή πράσινος, διαπλατυσμένος και συχνά ωοειδής ή επιμήκης. Τα κ. φέρονται από φυτά που δεν έχουν πραγματικά φύλλα και επιτελούν τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης λόγω της χλωροφύλλης που περιέχουν. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοκλάδιο — το, Ν βοτ. βλαστός μεταμορφωμένος σε αφομοιωτικό όργανο, ο οποίος μοιάζει με φύλλο, επιτελεί τη λειτουργία τού φύλλου και έχει δερματώδη εμφάνιση, ταυτιζόμενος συχνά με το κλαδώδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloclade < φύλλο(ν) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”